- σελιδοποιώ
- σελιδοποίησα, σελιδοποιήθηκα, σελιδοποιημένος, κατανέμω σε σελίδες τη στοιχειοθετημένη τυπογραφική ύλη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σελιδοποιώ — σελιδοποιώ, σελιδοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σελιδοποιώ — Ν (για τυπογράφο) κατανέμω την στοιχειοθετημένη ή φωτοσυντεθειμένη τυπογραφική ύλη σε σελίδες, κάνω σελιδοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελίδα + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό Όμηρος] … Dictionary of Greek
σελιδοποίηση — Τυπογραφική διαδικασία διαμόρφωσης των σελίδων εντύπων, που λέγεται και «μοντάζ». Η σ. περιλαμβάνει τον καθορισμό του αριθμού των σελίδων, του αριθμού των γραμμών κάθε σελίδας, τη διάταξη των επικεφαλίδων, σχημάτων και υποσημειώσεων, καθώς και… … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
σελιδώνω — Ν σελιδοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελίδα. Η λ., στον λόγιο τ. σελιδῶ, μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
σελιδώνω — σελίδωσα 1. σελιδοποιώ. 2. αριθμώ σελίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)